μαθητής

μαθητής
μᾰθητ-ής, οῦ, ,
A learner, pupil,

τῆς Ἑλλάδος Hdt.4.77

, Mosch.3.95, etc.; of dancing, SIG1094.6 (Eleusis, iv B. C.): freq. in [dialect] Att. of the pupils of philosophers and rhetoricians,

οὐ θέμις πλὴν τοῖς μ. λέγειν Ar.Nu.140

;

οἱ Πρωταγόρου μ. Pl.Prt. 315a

, al.;

ἐμοὺς μαθητάς Id.Ap.33a

: c. gen. rei, τούτου τοῦ μαθήματος μ. a studentofit, Id.R.618c; μ. ἰατρικῆς a student of medicine, ib.599c;

μ. περί τινος Id.La.186e

; apprentice, POxy.725.15 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαθητής — learner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθητής — ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) [μαθαίνω] 1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ. β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας… …   Dictionary of Greek

  • μαθητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που φοιτά σε σχολείο: Οι μαθητές συγκεντρώθηκαν για τον αγιασμό. 2. αυτός που μαθαίνει κάτι, ο μαθητευόμενος, ο διδασκόμενος: Οι μαθητές του τον βοήθησαν να ολοκληρώσει το έργο του. 3. αυτός που ακολουθεί τις θεωρίες ενός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαθητῆς — μαθητός learnt fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηταῖς — μαθητής learner masc dat pl μαθητός learnt fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηταῖσι — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic aeolic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηταῖσιν — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic aeolic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηταί — μαθητής learner masc nom/voc pl μαθητός learnt fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθητοῦ — μαθητής learner masc gen sg μαθητός learnt masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθητῇ — μαθητής learner masc dat sg (attic epic ionic) μαθητός learnt fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθητῇσιν — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”